Η εποχή μετά το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο σημαδεύτηκε από τη θεαματική εί­σοδο των χημικών και σύνθετων λιπασμάτων, φυτοφαρμάκων και ζιζανιοκτόνων στην αγροτική παραγωγή. Η ρύπανση του περιβάλλοντος και οι βλαβερές συ­νέπειες της χημικής βιομηχανίας οδήγησαν σε προβληματισμό πολλούς αν­θρώπους αναζητώντας λύσεις ανάμεσα στις οποίες ήταν και η βιολογική γεωργία. Οι απαρχές της βιολογικής γεωργίας τοποθετούνται στα τέλη της δεκαετίας του 1920. Το 1924 ο Rudolf Steiner αναφέρει σε διαλέξεις του στοιχεία του μοντέλου της βιολογικής. Υποστηρίζοντας ότι η γεωργία πρέπει να βασίζεται στις σχέσεις που αναπτύσσονται στις δυνάμεις της φύσης, του αέρα και του νερού. Ο βρετα­νός βοτανολόγος Albert Howard μελετούσε την ίδια εποχή στην Ινδία νέες τεχνι­κές καλλιέργειας, εμπνευσμένος από τις παραδοσιακές τεχνικές που εφάρμοζαν οι ντόπιοι αγρότες.
Το 1946 ιδρύθηκε ο Οργανισμός Soil Association (Ένωση του εδάφους), ως μια οργάνωση που σκοπό είχε να αναδείξει το ρόλο και τη σημασία της οργανικής ουσίας και της βιολογικής δραστηριότητας του εδάφους στην ανάπτυξη και την ανθεκτικότητα των φυτών. Η Soil Association είναι ο πρώτος οργανισμός ελέγχου και πιστοποίησης βιολογικών προϊόντων σε παγκόσμιο επίπεδο. Το κίνημα της βιολογικής γεωργίας στις επόμενες δεκαετίες αναπτύχθηκε και το 1972 ιδρύθηκε ο διεθνής Οργανισμός των Κινημάτων της Βιολογικής Γεωργίας,I.F.O.A.M. ( International Federation of Organic Agriculture Movements). Το 1974 η πολιτεία του Όρεγκον και της Καλιφόρνιας ψηφίζει νομοθεσία για τη βιολογική γεωργία.
Το πρώτο θεσμικό πλαίσιο στην βιολογική γεωργία στην Ε.Ε. υιοθέτησε πρώτη η Γαλλία το 1980. Στη συνέχεια η I.F.O.A.M. εξέδωσε το πρώτο διεθνές πρότυπο με κανόνες παραγωγής και ελέγχου, το οποίο αποτέλεσε και τον κορμό του κανονι­σμού της Ε.Ε. Το έτος 1986 στο Ευρωκοινοβούλιο ψηφίζεται για πρώτη φορά σχετική πρόταση για την προώθηση της βιολογικής γεωργίας και τον Ιούνιο του 1991 δημοσιεύεται ο κανονισμός ( ΕΟΚ ) 2092/91. Κατόπιν αυτού του νόμου αποτέλεσε για την ανάπτυξη της βιολογικής γεωργίας σε παγκόσμιο επίπεδο, αναγνωρίστηκε επίσημα η σημασία της εναλλακτικής παραγωγής προϊόντων και πολλές χώρες προχώρησαν στη συνέχεια σε υιοθέτηση των κανόνων για την βιολογική γεωργία.
Σήμερα, βιώνουμε μια ραγδαία ανάπτυξη τόσο σε επίπεδο κατανάλωσης όσο και σε επίπεδο έρευνας, ενημέρωσης και παραγωγής. Έτσι, απέκτησε την πολιτική στήριξη στην Ε.Ε. καθώς οι πολίτες της έχουν ευαισθητοποιηθεί, όσον αφορά τις αρνητικές επιπτώσεις της συμβατικής γεωργίας στο περιβάλλον, στην ποιότητα των γεωργικών προϊόντων και στους πιθανούς κινδύνους που απορρέουν από την γεωργία.  Η ευαισθητοποίηση του κόσμου τα τελευταία χρόνια γύρω από τα θέματα της προστασίας του φυσικού περιβάλλοντος και της εξασφάλισης υγιεινών τροφίμων, απαλλαγμένων από φυτοφάρμακα και τοξικές ουσίες, έχει φέρει στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος τη βιολογική γεωργία.
Έτσι, καθώς αυξάνεται η ζήτηση βιολογικών προϊόντων σε ευρωπαϊκό επίπεδο, δημιουργώντας παράλληλα ένα σοβαρό εμπορικό κύκλωμα, παρατηρείται ένα συνεχώς αυξανόμενο ενδιαφέρον γι’ αυτό το σύστημα παραγωγής. Είναι λογικό λοιπόν ότι στην σημερινή εποχή μία εναλλακτική μορφή καλλιέργειας Στην αρχή λοιπόν εντοπίζεται μία προσπάθεια μεμονωμένων παραγωγών οι οποίοι επικεντρώνουν το ενδιαφέρων τους στην παραγωγή προϊόντων με την ελάχιστη χρήση χημικών μέσων, όπως λιπάσματα και φυτοφάρμακα. Φυσικά σ’ αυτά τα πρώτα βήματα της βιολογικής γεωργίας δεν υφίσταται οργάνωση, παρά μόνο οι εμπειρίες και οι γνώσεις που αποκομίζουν οι καλλιεργητές από την καθημερινή απασχόλησης τους μ’ αυτό το νέο αντικείμενο.
Η βιολογική καλλιέργεια της ελιάς ξεκίνησε στην Ελλάδα το 1988 στην Μεσσηνιακή Μάνη. Η αρχή έγινε με λίγους παραγωγούς με την υποστήριξη της εμπορικής εταιρίας Rapunzel και των τυποποιημένων λαδιού της περιοχής, την εταιρία Blauel. Ο έλεγχος και η πιστοποίηση του βιολογικού λαδιού γινόταν τότε από Ευρωπαϊκούς πιστοποιητικούς οργανισμούς. Η προσπάθεια συνεχίστηκε μέχρι το 1993, έτος όπου εναρμονίστηκε στην Ελληνική νομοθεσία, ο Καν. 2092/91 για την βιολογική γεωργία. Για την περίοδο 1988-1992, δεν υπάρχουν επίσημα στοιχεία για την έκταση την οποία καταλάμβανε η βιολογική γεωργία εφαρμόστηκε σε 2000 στρ. από παραγωγούς. Από αυτά η βιολογική καλλιέργεια της ελιάς καταλάμβανε 1500 στρ. με 70 παραγωγούς.