ΜΕΛΙΤΖΑΝΑ

Η μελιτζανιά είναι πολυετές, ποώδες φυτό και καλλιεργείται για τον καρπό της, την μελιτζάνα. Η τελευταία αποτελεί ένα από τα βασικότερα συστατικά της μεσογειακής διατροφής και έχει την τιμητική της ειδικά τους καλοκαιρινούς μήνες, αφού συγκαταλέγεται στα δημοφιλέστερα καλοκαιρινά λαχανικά. Κατάγεται από τις Ασιατικές χώρες, και συγκεκριμένα από την Ινδία, όπου καλλιεργήθηκε για πρώτη φορά, στην άγρια μορφή της. Στην Ευρώπη γίνεται γνωστή από Άραβες εμπόρους τον 14ο αι μ. Χ., αρχικά στην Ιταλία και αργότερα σε όλη την υπόλοιπη ήπειρο. Εξαιτίας της πικρής γεύσης της άργησε να μπει στην καθημερινή διατροφή των ανθρώπων.  Αυτό συνέβη τον 18ο μ. Χ. όπου και καλλιεργήθηκαν ποικιλίες με λιγότερη πικράδα.

                                                                                                                                                                            

Ο καρπός της μελιτζάνας διαφέρει ανάλογα με την ποικιλία, στο σχήμα, στο χρώμα, στην υφή αλλά και στη γεύση. Για αυτό το λόγο μπορούμε να βρούμε μελιτζάνες με ωοειδές, σφαιρικο, μακρόστενο επίμηκες και κυλινδρικό σχήμα, με το τελευταίο να είναι το πιο διαδεδομένο. Το χρώμα τους είναι συνήθως βαθύ μωβ ή μωβ με άσπρες γραμμές, ανάλογα με την ποικιλία. Σπανιότερα συναντούμε λευκό, γαλάζιο, κόκκινο ή ακόμα και κίτρινο. Η σάρκα είναι λευκή και συμπαγής με πολλά σπόρια και η επιφάνεια λεία και γυαλιστερή. Η γεύση της είναι ιδιαίτερη, άλλοτε πικρή και άλλοτε γλυκιά, αποκτώντας έτσι φανατικούς θαυμαστές αλλά και εχθρούς!

Καλλιεργείται ως ετήσιο φυτό σε θερμές περιοχές, είτε υπαίθρια είτε σε θερμοκήπια, και είναι σε γενικές γραμμές απαιτητική στην καλλιέργεια. Αυτό που πρέπει να προσεχθεί ιδιαίτερα είναι το συχνό πότισμα έτσι ώστε να μειωθεί, όσο το δυαντόν περισσότερο, η πικρή γεύση των καρπών. Συγκαλλιεργείται με φασόλια όπου το προστατεύουν από το σκαθάρι της πατάτας και με βασιλικό όπου δεν βγαίνει τόσο πικρός ο καρπός. Οι χώρες με την μεγαλύτερη παραγωγή μελιτζάνας σε παγκόσμιο επίπεδο, είναι η Κίνα, η Ινδία και η Τουρκία, ενώ στην Ευρώπη η Ελλάδα κατέχει την τρίτη θέση μετά από την Ιταλία και την Ισπανία. Στη χώρα μας, το μεγαλύτερο ποσοστό παραγωγής προορίζεται για εγχώρια κατανάλωση, ενώ ένα μικρό ποσοστό προωθείται στο εξωτερικό. Αξίζει ακόμη να σημειώσουμε πως λόγω της απαίτησής της σε θερμά κλίματα, ευδοκιμεί περισσότερο στις νότιες περιοχές και για αυτό δεν είναι καθόλου τυχαίο που η Κρήτη μας δίνει το 50% της εγχώριας παραγωγής.

Ιδιαίτερη προσοχή πρέπει να δοθεί κατά την αγορά της, όπου οι καρποί πρέπει να είναι σφιχτοί, γυαλιστεροί και με ζωντανό χρώμα. Επίσης, το κοτσάνι δεν πρέπει να λείπει από τη θέση του και ο καρπός πρέπει να είναι βαρύς. Καλό είναι να αγοράζονται όταν είναι να καταναλωθούν, και να τεμαχίζονται ακριβώς πριν μαγειρευτούν. Σε ορισμένες περιπτώσεις συνίσταται το ξεπίκρισμά τους για να αποφευχθούν οι δυσάρεστες εκπλήξεις στο μαγείρεμα. Αυτό γίνεται μέσα σε αλατόνερο, αφού έχουν κοπεί, για περίπου μία ώρα. Τέλος, η μελιτζάνα μπορεί να χρησιμοποιηθεί με ποικίλους τρόπους στη μαγειρική, όπως τηγανιτή, στο φούρνο, στα κάρβουνα, στην κατσαρόλα αλλά και στη ζαχαροπλαστική ως γλυκό του κουταλιού. Κάποια από τα πιο γνωστά φαγητά που χρησιμοποιείται είναι τα παπουτσάκια, το ιμάμ και ο μουσακας. 

                                             

Όπως αναφέραμε παραπάνω, υπάρχουν διάφορες ποικιλίες μελιτζάνας με τις κυριότερες να είναι :

Τσακώνικη: Ποικιλία ανθεκτική στις ασθένειες, με κυλινδρικό σχήμα καρπού, λευκές γραμμές κατά μήκος και λίγο πιο χοντρή στη μέση. Ο φλοιός έιναι λείος και γυαλιστερός. Είναι κατάλληλη για νωπή κατανάλωση μιας και είναι η μοναδική με γλυκιά γεύση και απο το 1996 συγκαταλέγεται στα προιόντα  Π.Ο.Π. με το τους παραγωγούς από το Λεωνίδιο να έχουν την αποκλειστικότητα της παραγωγής.

 

                                                                        

Λαγκαδά: Ιδιαίτερα διαδεδομένη ποικιλία στη Θεσσαλονίκη, κατάλληλη για υπάιθρια καλλιέργεια και επίσης ανθεκτική στις ασθένειες. Οι καρποί είναι μεγάλοι, επιμήκεις και αρίστης ποιότητας. Το χρώμα τους είναι σκοτεινό ιώδες και το περίβλημα λέιο και γυαλιστερό.

                                                                     

Σύρου: Χοντροί στρόγγυλοι καρποί, σκούρου χρώματος μωβ και ίσως οι μεγαλύτεροι του είδους.

                                                                         

 

Black Beauty: Ποικιλία μελιτζάνας τύπου φλάσκας, η πιο διαδεδομένη, κατάλληλη για υπαίθρια καλλιέργεια. Το σχήμα της είναι στρογγυλό ή οβάλ και οι καρποί μεγάλοι και χοντροί, σκοτεινού χρώματος. Ενδείκνυται για τηγάνισμα.

                                                                               

Long Purple: Μεγάλου μήκους καρποί, μακρόστενοι με χρώμα μαύρο-βιολετί και ιδιαίτερης γεύσης.

                                                                        

Rosa Bianca: Ιταλική ποικιλία, πολύ γευστικοί καρποί και αρίστης ποιότητας. Το σχήμα είναι ωοειδές με λευκό χρώμα στη βάση και ακανόνιστες ανοιχτές μωβ λωρίδες στο πάνω μέρος.

                                                                                           

Λευκή Σαντορίνης: Ποικιλία που παράγεται στις νότιες κυρίως περιοχές με πολύ καλή γεύση και λιγότερο πικρή από τις μωβ. Οι καρποί είναι μεγάλοι, σχήματος οβαλ και λευκού χρώματος.

                                                                          

Τέλος, πρέπει να αναφερθούμε στην διατροφική αξία της μελιτζάνας η οποία, όπως ισχύει σε όλα τα λαχανικά, είναι μεγάλη. Αρχικά, έχει μεγάλη περιεκτικότητα σε νερό, αφου καλύπτει το 90% της σύστασής της. Περιέχει σε ικανοποιητική ποσότητα βιταμίνες του συμπλέγματος Β, κάλιο, μαγνήσιο, φυλλικό οξύ, φαινολικά συστατικά και φλαβονοειδή, με το κυριότερο τη νασουνίνη η οποία βρίσκεται στο φλοιό και έχει υψηλή αντιοξειδωτική δράση. Επίσης, βοηθά στη μείωση της χοληστερίνης στο αίμα και στην σωστή καρδιαγγειακή λειτουργία. Το μαγνήσιο που περιέχει προάγει την καλή λειτουργία του εγκεφάλου και οι βιταμίνες του συμπλέγματος Β είναι υπεύθυνες για την πρόληψη διαταραχών του κεντρικού νευρικού συστήματος. Εδώ αξίζει να σημειώσουμε πως περισσότερες συγκεντρώσεις σε κάλιο, μαγγάνιο και φυλλικό οξύ έχουν παρατηρηθεί στην ωμή μελιτζάνα.

 

ΒΙΟΛΟΓΙΚΗ ΜΕΛΙΤΖΑΝΑ

Η καλλιέργεια της βιολογικής μελιτζάνας απαιτεί ιδιαίτερη προσοχή αλλά και τήρηση των κανόνων βιολογικής γεωργίας. Αυτό σημαίνει πως αποφεύγεται οποιαδήποτε χρήση χημικού σκευάσματος και φυτοφάρμακων είτε για την προστασία, είτε για την ανάπτυξη του φυτού. Επομένως, υπάρχουν οφέλη και για τον οργανισμό μας αλλά και για το περιβάλλον, όπως συμβαίνει με όλα τα προιόντα βιολογικής καλλιέργειας.
Ας πάρουμε όμως τα πράγματα με τη σειρά. Αρχικά, το έδαφος που θα επιλεγεί για την καλλιέργεια της βιολογικής μελιτζάνας πρέπει να είναι καλά λιπασμένο, ελαφρύ και σε θερμή περιοχή. Βέβαια, πρέπει να αναφέρουμε πως εκτός από την υπαίθρια καλλιέργεια, το φυτό ευδοκιμεί και σε βιολογικά θερμοκήπια, τα οποία συναντούμε στη Β. Ελλάδα, κυρίως στην Μηχανιώνα, στα Βασιλικά κ.α.  Οι σπόροι που θα χρησιμοποιηθούν προέρχονται από εισαγόμενους βιολογικούς σπόρους ή από υβρίδια συμβατικής καλλιέργειας μετά από άδεια παρέκκλισης.

                                           

Συνεχίζοντας, ένα από τα βασικότερα κομμάτια της βιολογικής γεωργίας είναι η λίπανση του εδάφους. Στην καλλιέργεια βιολογικής μελιτζάνας συνηθέστερη και καλύτερη λίπανση θεωρείται η κοπριά η οποία τοποθετείται πριν τη φύτευση σε βάθος 30-40 εκ. Υπάρχει επίσης η χλωρή λίπανση όπου βοηθά στη βελτίωση της γονιμότητας του εδάφους και στην καταπολέμηση των ζιζανίων. Αυτή αποτελείται από λειμώνια άνθη, ψυχανθή και σταυρανθή που δίνουν μεγάλες ποσότητες αζώτου. Ακολουθεί η λίπανση με κομπόστ, οργανικό υλικό που παράγεται από την αποικοδόμηση ζωικών ή φυτικών υπολλειμάτων με τη βοήθεια μικροοργανισμών, και τέλος, η χρήση φυσικών πετρωμάτων και ιχνοστοιχείων όπως θείαφι, γύψος, ασβεστούχα πετρώματα. Μ' αυτόν τον τρόπο αποκλείεται κάθε είδους χημικό προιόν και εγγυάται η φυσική ανάπτυξη του φυτού.

Όσον αφορά τον έλεγχο των ασθενειών στην καλλιέργεια της βιολογικής μελιτζάνας, αποφεύγονται  χημικά σκευάσματα και φροντίζεται να χρησιμοποιούνται όσο το δυνατόν ανθεκτικότερες ποικιλίες και υβρίδια. Επίσης, η επιλογή γόνιμου εδάφους παίζει σημαντικό ρόλο και η απολύμανση αυτού με ατμό. Ακόμη, χρησιμοποιούνται φράγματα που εμποδίζουν τους εχθρούς και την εξάπλωσή τους καθώς και προσέλκυση φυσικών αρπακτικών των εχθρών. Τέλος, μόνο σε σοβαρές περιπτώσεις χρησιμοποιούνται χημικά λιπάσματα τα οποία ειναι εγκεκριμένα από τον αρμόδιο και πιστοποιημένο φορέα βιολογικής καλλιέργειας.

                                             

Τέλος, το στάδιο της συγκομιδής είναι πολύ βασικό καθώς οι βιολογικές μελιτζάνες πρέπει να συλλέγονται ακριβώς μετά την αρχική ωρίμανσή τους, έτσι ώστε να μην είναι ούτε πολύ άγουρες αλλά ούτε και πολύ ώριμες, για να μην σκληραίνουν οι σπόροι αλλά και η σάρκα τους.  Αυτό το καταλάβαίνουμνε από το μέγεθος και τη γυαλάδα στο εξωτερικό περίβλημα. Για παράδειγμα, όταν ο καρπός θαμπώνει δεν είναι κατάλληλος για κατανάλωση. Επίσης, όταν είναι ώριμος δεν μένει αποτύπωμα εφόσον πατηθεί.

ΔΙΑΦΟΡΕΣ ΣΥΜΒΑΤΙΚΗΣ – ΒΙΟΛΟΓΙΚΗΣ ΚΑΛΛΙΕΡΓΕΙΑΣ

Η βιολογική μελιτζάνα υπερέχει σαφώς της συμβατικής καθώς καλλιεργείται κάτω από φυσιολογικές συνθήκες, χωρίς την προσθήκη χημικών λιπασμάτων και φυτοφαρμάκων, γεγονός που την καθιστά πιο οφέλιμη για την υγεια. Επίσης, περιέχει μεγαλύτερες ποσότητες ιχνοστοιχείων και μιας και η κύρια αντιοξειδωτική της ουσία, η νασουνίνη, περιέχεται στη φλούδα, είναι εύλογο για ποιό λόγο πρέπει να προτιμούμε την βιολογική!