Ιστορικό

Στη χώρα μας η βιολογική γεωργία έχει τις ρίζες της στο οικολογικό κίνημα των αρχών της δεκαετίας του 1980. Οι πρώτοι βιοκαλλιεργητές ήταν ερασιτέχνες που αποφάσισαν να πειραματιστούν με τις μεθόδους της βιολογικής καλλιέργειας. Η πρώτη πιστοποίηση σε ελληνικό βιολογικό προϊόν δόθηκε το 1984, από ολλανδικό οργανισμό πιστοποίησης, σε σταφίδες που καλλιεργήθηκαν στο Αίγιο για να εξαχθούν στη συνέχεια στην Ολλανδία, ενώ από το 1986 γερμανική εταιρεία υποστήριξε την παραγωγή βιολογικής ελιάς και ελαιόλαδου στην Ελλάδα.
Στην Ευρώπη, το πρώτο ενοποιημένο νομοθετικό πλαίσιο για τη βιολογική γεωργία θεσπίστηκε το 1991 με τον Κανονισμό 2092/91 της Ε.Ε. Η ευρωπαϊκή νομοθεσία θέτει κανόνες για τη μεταποίηση, τυποποίηση και διακίνηση των βιολογικών προϊόντων, ορίζει κυρώσεις για τους παραβάτες και θεσμοθετεί σύστημα ελέγχου και πιστοποίησης για όλα τα βιολογικά προϊόντα.
Στην Ελλάδα, οι πιστοποιήσεις βιολογικών προϊόντων ξεκίνησαν με την ίδρυση του πρώτου οργανισμού πιστοποίησης βιολογικών προϊόντων, της ΔΗΩ, το 1992, ο οποίος άρχισε να ελέγχει τους βιοκαλλιεργητές και να πιστοποιεί τα προϊόντα τους από το 1993. Σήμερα οι εγκεκριμένοι από το υπουργείο πιστοποιητικοί οργανισμοί είναι πλέον έντεκα (ΔΗΩ, Φυσιολογική, ΒΙΟΕΛΛΑΣ, QWays, A-Cert, Iris, Πράσινος Έλεγχος, Γεωτεχνικό Εργαστήριο Α.Ε., Lacon Hellas, GMCert, και Φιλική Πιστοποίησης Α.Ε.) και δραστηριοποιούνται σε όλη την Ελλάδα. Το 2002 ιδρύεται η Ομοσπονδία Ενώσεων Βιοκαλλιεργητών Ελλάδος, η οποία περιλαμβάνει σήμερα 29 ενώσεις βιοκαλλιεργητών από όλη την Ελλάδα.

Βιολογικές στατιστικές

Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία του υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, το 2007 το σύνολο των καλλιεργήσιμων εκτάσεων που βρίσκονταν σε βιολογικό στάδιο κάλυπταν 692.004,8 στρέμματα, ενώ όσες βρίσκονταν σε μεταβατικό στάδιο αντιπροσώπευαν έκταση 829.170,5 στρεμμάτων. Πρόκειται δηλαδή για συνολική έκταση 1.521.175 στρεμμάτων (πάνω από πέντε φορές μεγαλύτερη από την αντίστοιχη του 2002: 295.000 στρέμματα), η οποία αποτελεί το 3,5-4% των της συνολικής καλλιεργήσιμης έκτασης στην Ελλάδα.
Το ποσοστό αυτό κρίνεται πολύ ικανοποιητικό σε σχέση με τα αντίστοιχα άλλων χωρών της Ε.Ε. από ελληνικούς φορείς. Το 53% των βιολογικά καλλιεργούμενων εκτάσεων καλύπτεται από αροτραίες καλλιέργειες, όπως είναι τα σιτηρά, οι ελαιούχοι σπόροι (κουκιά σόγιας, ηλιανθόσποροι κ.λπ.) και τα πρωτεϊνούχα φυτά (μπιζέλια, κουκιά, κ.λπ.).
Ακολουθεί η ελιά (αποτελεί το 36% των βιολογικών καλλιεργειών) και το αμπέλι (αποτελεί το 5%), ενώ τα κηπευτικά, τα εσπεριδοειδή και τα οπωροφόρα καλύπτουν το καθένα 2% των βιολογικά καλλιεργούμενων εκτάσεων. Ο συνολικός αριθμός των επιχειρηματιών (παραγωγοί και μεταποιητές) που ασχολούνταν με τη βιολογική γεωργία το 2007 ήταν 23.826. Από αυτούς, οι περισσότεροι (3.659) δραστηριοποιούνταν στο νομό Αιτωλοακαρνανίας και ακολουθούν ο νομός Λέσβου (2.168) και Λάρισας (1.512).
Η έκταση της βιολογικής γεωργίας στην Ελλάδα ανέρχεται σε ποσοστό 3,7% (συμπεριλαμβανομένων των βοσκότοπων), σε σύγκριση με την αντίστοιχη έκταση του συνόλου της χώρας (καλλιεργήσιμη 32.474.000 στρ. + 51.378.000 στρ. βοσκότοποι, στοιχεία 2008).
Στη βιολογική γεωργία δραστηριοποιούνται 22.860 παραγωγικές και εμπορικές επιχειρήσεις, ενώ σε 3.098.215 στρέμματα ανέρχονται οι βιολογικές επιφάνειες (καλλιεργήσιμες εκτάσεις, βοσκοτόπια, αγραναπαύσεις), σε μεταβατικό και πλήρες βιολογικό στάδιο.
Σε σύγκριση με το 2009, ‘λείπουν’ από τον κλάδο των βιολογικών, 2.424 επιχειρηματίες (-9,6%). Στις βιολογικές εκτάσεις παρατηρείται μικρότερη ποσοστιαία μείωση (-5%) ή 164.307 στρέμματα.